- ὑπεργήρως
- ὑπέργηροςexceedingly oldadverbialὑπέργηροςexceedingly oldmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑπέργηρως — ὑπέργηρω̆ς , ὑπέργηρως adverbial ὑπέργηρω̆ς , ὑπέργηρως masc/fem nom pl ὑπέργηρω̆ς , ὑπέργηρως masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέργηρως — ων, ΜΑ βλ. υπέργηρος … Dictionary of Greek
ὑπέργηρων — ὑπέργηρω̆ν , ὑπέργηρως masc/fem/neut gen pl ὑπέργηρω̆ν , ὑπέργηρως masc/fem acc sg ὑπέργηρω̆ν , ὑπέργηρως neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαιγενής — παλαιγενής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε πριν από πολλά χρόνια, υπέργηρως 2. πολύ παλαιός, παμπάλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + γενής (< γένος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
παλαιόγονος — παλαιόγονος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε πριν από πολλά χρόνια, υπέργηρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο * + γονος (< γόνος < γίγνομαι)] … Dictionary of Greek
υπέργηρος — η, ο / ὑπέργηρως, ων, ΝΜΑ ο πάρα πολύ γέρος, αυτός που έφτασε σε πολύ προχωρημένη γεροντική ηλικία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέργηρων τα βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + γηρος (< γῆρας), πρβλ. ἀ γήρως / ἄ γηρος, προ γήρως] … Dictionary of Greek
ԶԱՌԱՄ — (ի, աց.) NBH 1 0715 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա.գ. παρηκμακώς, ὐπεργήρως senes, decrepitus, exoletus Անցեալ զամօք. հնացեալ աւուրբք. ʼի խոր ծերութիւն հասեալ՝ անձն, կամ հասակ. խիստ ծեր, հալւոր կամ պառւած, խռֆած. ... *Թէ ʼի զառամաց ոք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)